Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.
Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στη δεύτερη, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.
Στην τρίτη εκδοχή, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.
Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!
Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.
Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους. Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο».
Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες, αν και οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της φυσικά. Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα.